- σολομονοειδείς
- και σολομοειδείς, οι, Νζωολ. υπόταξη σολομονόμορφων ιχθύων στην οποία ανήκουν μεταξύ άλλων ο σολομός και η πέστροφα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σολομίδες — και σολομονίδες, οι, Ν [σολομός] ζωολ. οικογένεια τελεόστεων ιχθύων τής υπόταξης σολομονοειδείς που ανήκει στην τάξη σολομονόμορφοι … Dictionary of Greek